Δείτε επίσης: μεταβιβαστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταβιβάσιμος η μεταβιβάσιμη το μεταβιβάσιμο
      γενική του μεταβιβάσιμου της μεταβιβάσιμης του μεταβιβάσιμου
    αιτιατική τον μεταβιβάσιμο τη μεταβιβάσιμη το μεταβιβάσιμο
     κλητική μεταβιβάσιμε μεταβιβάσιμη μεταβιβάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταβιβάσιμοι οι μεταβιβάσιμες τα μεταβιβάσιμα
      γενική των μεταβιβάσιμων των μεταβιβάσιμων των μεταβιβάσιμων
    αιτιατική τους μεταβιβάσιμους τις μεταβιβάσιμες τα μεταβιβάσιμα
     κλητική μεταβιβάσιμοι μεταβιβάσιμες μεταβιβάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταβιβάσιμος < μεταβιβάζω + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transférable[1])

  Επίθετο επεξεργασία

μεταβιβάσιμος

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία