μεταβιβαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεταβιβαστικός < μεταβιβάζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασία
μεταβιβαστικός
- που συμβάλλει στη μεταβίβαση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- μεταβιβαστικό ρήμα: (γραμματική) για ρήματα που η ενέργειά τους…
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταβιβαστικός
|