αμεταβίβαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμεταβίβαστος < α- + μεταβιβάζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
αμεταβίβαστος
- που δεν έχει μεταβιβαστεί ή δεν μπορεί να μεταβιβαστεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμεταβίβαστος