intransmissible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tʁɑ̃s.mi.sibl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intransmissible | intransmissibles |
intransmissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intransmissible | intransmissibles |
intransmissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό