Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμετάδοτος η αμετάδοτη το αμετάδοτο
      γενική του αμετάδοτου της αμετάδοτης του αμετάδοτου
    αιτιατική τον αμετάδοτο την αμετάδοτη το αμετάδοτο
     κλητική αμετάδοτε αμετάδοτη αμετάδοτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμετάδοτοι οι αμετάδοτες τα αμετάδοτα
      γενική των αμετάδοτων των αμετάδοτων των αμετάδοτων
    αιτιατική τους αμετάδοτους τις αμετάδοτες τα αμετάδοτα
     κλητική αμετάδοτοι αμετάδοτες αμετάδοτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμετάδοτος < α- στερητικό και μεταδίδω

  Επίθετο επεξεργασία

αμετάδοτος, η, ο

  1. που δεν μεταδίδεται, συνήθως για εκπομπή ή μαγνητοσκοπημένο αγώνα (για τα νοσήματα χρησιμοποιείται συνήθως η μετοχή μεταδιδόμενος με αρνητικό μόριο, δηλ. μη μεταδιδόμενος)
  2. για τη γνώση ή άλλες αφηρημένες έννοιες, με την έννοια ότι αυτές δεν μεταδόθηκαν ή ήταν και είναι αδύνατο να μεταδοθούν (το αμετάδοτο μυστικό, η αμετάδοτη εμπειρία)

  Μεταφράσεις επεξεργασία