Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταδίδω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μεταδίδω < αρχαία ελληνική μεταδίδωμι < μετά + δίδωμι.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε μετα- + δίδω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.taˈði.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐δί‐δω

μεταδίδω, πρτ.: μετέδιδα, αόρ.: μετέδωσα/(μετάδωσα), παθ.φωνή: μεταδίδομαι, π.αόρ.: μεταδόθηκα, μτχ.π.π.: μεταδομένος

  1. μεταφέρω κάτι σε κάποιον
    ⮡  ο ήχος δε μεταδίδεται στο κενό
  2. διαδίδω
    ⮡  το νέο μεταδόθηκε απ' άκρη σ' άκρη της πόλης
  3. παρέχω
  4. πληροφορώ, γνωστοποιώ
  5. εκπέμπω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μεταδίδω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).