Ενεργητικός Παρακείμενος
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
οριστική
|
υποτακτική
|
ευκτική
|
προστακτική
|
ἐγώ
|
μεταδέδωκα
|
μεταδεδώκω / μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός ὦ
|
μεταδεδώκοιμι / μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός εἴην
|
-
|
σύ
|
μεταδέδωκας
|
μεταδεδώκῃς / μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός ᾖς
|
μεταδεδώκοις / μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός εἴης
|
μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός ἴσθι
|
οὗτος
|
μεταδέδωκε
|
μεταδεδώκῃ / μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός ᾖ
|
μεταδεδώκοι / μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός εἴη
|
μεταδεδωκώς, μεταδεδωκυῖα, μεταδεδωκός ἔστω
|
ἡμεῖς
|
μεταδεδώκαμεν
|
μεταδεδώκωμεν / μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα ὦμεν
|
μεταδεδώκοιμεν / μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα εἴημεν/εἶμεν
|
-
|
ὑμεῖς
|
μεταδεδώκατε
|
μεταδεδώκητε / μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα ἦτε
|
μεταδεδώκοιτε / μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα εἴητε/εἶτε
|
μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα ἔστε
|
οὗτοι
|
μεταδεδώκασι(ν)
|
μεταδεδώκωσι(ν) / μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα ὦσι(ν)
|
μεταδεδώκοιεν / μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα εἴησαν/εἶεν
|
μεταδεδωκότες, μεταδεδωκυῖαι, μεταδεδωκότα ἔστων
|
ονοματικοί τύποι
|
απαρέμφατο
|
μετοχή
|
μεταδεδωκέναι
|
μεταδεδωκώς
|
μεταδεδωκυῖα
|
μεταδεδωκός
|