μεταδίδομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.taˈði.ðo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐δί‐δο‐μαι
- ομόηχο: μεταδίδομε
Ρήμα
επεξεργασίαμεταδίδομαι, αόρ.: μεταδόθηκα, μτχ.π.π.: μεταδομένος, (ενεργ.: μεταδίδω)
- παθητική φωνή του ρήματος μεταδίδω
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεταδίδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμεταδίδομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος μεταδίδωμι