αναμεταδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναμεταδότης < αναμεταδίδω + -της (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική retransmetteur)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναμεταδότης αρσενικό
- συσκευή ή μηχανισμός που αναμεταδίδει σήμα, δηλαδή το δέχεται και το μεταδίδει σε άλλο δέκτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναμεταδότης