Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναμεταδίδω < ανα- + μεταδίδω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική retransmettre)

  Ρήμα επεξεργασία

αναμεταδίδω (παθητική φωνή: αναμεταδίδομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία