αναμεταδίδω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναμεταδίδω < ανα- + μεταδίδω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική retransmettre)
Ρήμα
επεξεργασίααναμεταδίδω (παθητική φωνή: αναμεταδίδομαι)
- μεταδίδω ξανά ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σήμα που εκπέμπεται από άλλο σταθμό
Συγγενικά
επεξεργασία- αναμεταδιδόμενος
- αναμετάδοση
- αναμεταδότης
- → δείτε τις λέξεις ανά, μεταδίδω και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναμεταδίδω | αναμετέδιδα | θα αναμεταδίδω | να αναμεταδίδω | αναμεταδίδοντας | |
β' ενικ. | αναμεταδίδεις | αναμετέδιδες | θα αναμεταδίδεις | να αναμεταδίδεις | αναμετάδιδε | |
γ' ενικ. | αναμεταδίδει | αναμετέδιδε | θα αναμεταδίδει | να αναμεταδίδει | ||
α' πληθ. | αναμεταδίδουμε | αναμεταδίδαμε | θα αναμεταδίδουμε | να αναμεταδίδουμε | ||
β' πληθ. | αναμεταδίδετε | αναμεταδίδατε | θα αναμεταδίδετε | να αναμεταδίδετε | αναμεταδίδετε | |
γ' πληθ. | αναμεταδίδουν(ε) | αναμετέδιδαν αναμεταδίδαν(ε) |
θα αναμεταδίδουν(ε) | να αναμεταδίδουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναμετέδωσα | θα αναμεταδώσω | να αναμεταδώσω | αναμεταδώσει | ||
β' ενικ. | αναμετέδωσες | θα αναμεταδώσεις | να αναμεταδώσεις | αναμετάδωσε | ||
γ' ενικ. | αναμετέδωσε | θα αναμεταδώσει | να αναμεταδώσει | |||
α' πληθ. | αναμεταδώσαμε | θα αναμεταδώσουμε | να αναμεταδώσουμε | |||
β' πληθ. | αναμεταδώσατε | θα αναμεταδώσετε | να αναμεταδώσετε | αναμεταδώστε | ||
γ' πληθ. | αναμετέδωσαν αναμεταδώσαν(ε) |
θα αναμεταδώσουν(ε) | να αναμεταδώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναμεταδώσει | είχα αναμεταδώσει | θα έχω αναμεταδώσει | να έχω αναμεταδώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναμεταδώσει | είχες αναμεταδώσει | θα έχεις αναμεταδώσει | να έχεις αναμεταδώσει | έχε αναμεταδομένο | |
γ' ενικ. | έχει αναμεταδώσει | είχε αναμεταδώσει | θα έχει αναμεταδώσει | να έχει αναμεταδώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναμεταδώσει | είχαμε αναμεταδώσει | θα έχουμε αναμεταδώσει | να έχουμε αναμεταδώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναμεταδώσει | είχατε αναμεταδώσει | θα έχετε αναμεταδώσει | να έχετε αναμεταδώσει | έχετε αναμεταδομένο | |
γ' πληθ. | έχουν αναμεταδώσει | είχαν αναμεταδώσει | θα έχουν αναμεταδώσει | να έχουν αναμεταδώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναμεταδομένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναμεταδομένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναμεταδομένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναμεταδομένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναμεταδίδω