εκπέμπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκπέμπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπέμπω (στέλνω προς τα έξω}, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική émettre.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εκ- + πέμπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ekˈpem.bo/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐πέ‐μπω
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐πέμ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίαεκπέμπω, πρτ.: εξέπεμπα, αόρ.: εξέπεμψα, παθ.φωνή: εκπέμπομαι, π.αόρ.: εκπέμφθηκα
- διαχέω προς τα έξω
- μεταδίδω ηχητικά ή οπτικά σήματα μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
- μεταδίδομαι μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
Εκφράσεις
επεξεργασία- εκπέμπω σήμα κινδύνου : ζητώ βοήθεια μέσω ασυρμάτου // προειδοποιώ για κάτι άσχημο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπέμπω | εξέπεμπα | θα εκπέμπω | να εκπέμπω | εκπέμποντας | |
β' ενικ. | εκπέμπεις | εξέπεμπες | θα εκπέμπεις | να εκπέμπεις | (έκπεμπε) | |
γ' ενικ. | εκπέμπει | εξέπεμπε | θα εκπέμπει | να εκπέμπει | ||
α' πληθ. | εκπέμπουμε | εκπέμπαμε | θα εκπέμπουμε | να εκπέμπουμε | ||
β' πληθ. | εκπέμπετε | εκπέμπατε | θα εκπέμπετε | να εκπέμπετε | εκπέμπετε | |
γ' πληθ. | εκπέμπουν(ε) | εξέπεμπαν εκπέμπαν(ε) |
θα εκπέμπουν(ε) | να εκπέμπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέπεμψα | θα εκπέμψω | να εκπέμψω | εκπέμψει | ||
β' ενικ. | εξέπεμψες | θα εκπέμψεις | να εκπέμψεις | (έκπεμψε) | ||
γ' ενικ. | εξέπεμψε | θα εκπέμψει | να εκπέμψει | |||
α' πληθ. | εκπέμψαμε | θα εκπέμψουμε | να εκπέμψουμε | |||
β' πληθ. | εκπέμψατε | θα εκπέμψετε | να εκπέμψετε | εκπέμψτε | ||
γ' πληθ. | εξέπεμψαν εκπέμψαν(ε) |
θα εκπέμψουν(ε) | να εκπέμψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκπέμψει | είχα εκπέμψει | θα έχω εκπέμψει | να έχω εκπέμψει | ||
β' ενικ. | έχεις εκπέμψει | είχες εκπέμψει | θα έχεις εκπέμψει | να έχεις εκπέμψει | ||
γ' ενικ. | έχει εκπέμψει | είχε εκπέμψει | θα έχει εκπέμψει | να έχει εκπέμψει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπέμψει | είχαμε εκπέμψει | θα έχουμε εκπέμψει | να έχουμε εκπέμψει | ||
β' πληθ. | έχετε εκπέμψει | είχατε εκπέμψει | θα έχετε εκπέμψει | να έχετε εκπέμψει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπέμψει | είχαν εκπέμψει | θα έχουν εκπέμψει | να έχουν εκπέμψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκπέμπομαι | εκπεμπόμουν(α) | θα εκπέμπομαι | να εκπέμπομαι | ||
β' ενικ. | εκπέμπεσαι | εκπεμπόσουν(α) | θα εκπέμπεσαι | να εκπέμπεσαι | ||
γ' ενικ. | εκπέμπεται | εκπεμπόταν(ε) | θα εκπέμπεται | να εκπέμπεται | ||
α' πληθ. | εκπεμπόμαστε | εκπεμπόμαστε εκπεμπόμασταν |
θα εκπεμπόμαστε | να εκπεμπόμαστε | ||
β' πληθ. | εκπέμπεστε | εκπεμπόσαστε εκπεμπόσασταν |
θα εκπέμπεστε | να εκπέμπεστε | εκπέμπεστε | |
γ' πληθ. | εκπέμπονται | εκπέμπονταν εκπεμπόντουσαν |
θα εκπέμπονται | να εκπέμπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκπέμφθηκα | θα εκπεμφθώ | να εκπεμφθώ | εκπεμφθεί | ||
β' ενικ. | εκπέμφθηκες | θα εκπεμφθείς | να εκπεμφθείς | εκπέμψου | ||
γ' ενικ. | εκπέμφθηκε | θα εκπεμφθεί | να εκπεμφθεί | |||
α' πληθ. | εκπεμφθήκαμε | θα εκπεμφθούμε | να εκπεμφθούμε | |||
β' πληθ. | εκπεμφθήκατε | θα εκπεμφθείτε | να εκπεμφθείτε | εκπεμφθείτε | ||
γ' πληθ. | εκπέμφθηκαν εκπεμφθήκαν(ε) |
θα εκπεμφθούν(ε) | να εκπεμφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκπεμφθεί | είχα εκπεμφθεί | θα έχω εκπεμφθεί | να έχω εκπεμφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις εκπεμφθεί | είχες εκπεμφθεί | θα έχεις εκπεμφθεί | να έχεις εκπεμφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκπεμφθεί | είχε εκπεμφθεί | θα έχει εκπεμφθεί | να έχει εκπεμφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκπεμφθεί | είχαμε εκπεμφθεί | θα έχουμε εκπεμφθεί | να έχουμε εκπεμφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκπεμφθεί | είχατε εκπεμφθεί | θα έχετε εκπεμφθεί | να έχετε εκπεμφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκπεμφθεί | είχαν εκπεμφθεί | θα έχουν εκπεμφθεί | να έχουν εκπεμφθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκπέμπω σήμα κινδύνου
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκπέμπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας