Δείτε επίσης: ἐκπέμπω

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκπέμπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπέμπω (στέλνω προς τα έξω}, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική émettre.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εκ- + πέμπω

εκπέμπω, πρτ.: εξέπεμπα, αόρ.: εξέπεμψα, παθ.φωνή: εκπέμπομαι, π.αόρ.: εκπέμφθηκα

  1. διαχέω προς τα έξω
  2. μεταδίδω ηχητικά ή οπτικά σήματα μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
  3. μεταδίδομαι μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία