pass on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pass on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | passes on |
αόριστος | passed on |
παθητική μετοχή | passed on |
ενεργητική μετοχή | passing on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpass on (en)
- περνάω, δίνω κάτι σε κάποιον άλλο, ειδικά αφού το παραλάβω ή το χρησιμοποιήσω μόνος σου
- ⮡ Read it and pass it on to your friends.
- Διάβασε το και πέρασε το στους φίλους σου.
- ⮡ Read it and pass it on to your friends.
Πηγές
επεξεργασία- pass on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ