ενεστώτας pass on
γ΄ ενικό ενεστώτα passes on
αόριστος passed on
παθητική μετοχή passed on
ενεργητική μετοχή passing on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pass on < → δείτε τις λέξεις pass και on

pass on (en)

  • περνάω, δίνω κάτι σε κάποιον άλλο, ειδικά αφού το παραλάβω ή το χρησιμοποιήσω μόνος σου
    ⮡  Read it and pass it on to your friends.
    Διάβασε το και πέρασε το στους φίλους σου.