μεταδοτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταδοτικότητα < (καθαρεύουσα) μεταδοτικότης < μεταδοτικός + -ότης / -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταδοτικότητα θηλυκό
- (επιδημιολογία) η ιδιότητα του μεταδοτικού
- ο φόβος για τη μεταδοτικότητα κάποιων ασθενειών όπως ο καρκίνος είναι αβάσιμος
- η ικανότητα που έχει κάποιος να μεταδίδει τη γνώση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταδοτικότητα