μεταδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταδοτικός < μεταδίδω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /me.ta.ðo.tiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαμεταδοτικός
- (ασθένεια) που μπορεί να μεταδοθεί από ον που νοσεί σε ένα άλλο υγιές
- ※ ότι οι εθνικές κτηνιατρικές υπηρεσίες έχουν αναλάβει την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη, με τηλεγράφημα, τηλετυπία ή τηλεφωτοτυπία, εντός 24 ορών, την επιβεβαίωση της εμφάνισης οποιασδήποτε μολυσματικής ή μεταδοτικής νόσου των ιπποειδών των πινάκων Α και Β του αρμόδιου κτηνιατρικού οργανισμού (93/195/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 2ας Φεβρουαρίου 1993 για τους υγειονομικούς όρους και την υγειονομική πιστοποίηση που απαιτούνται για την επανείσοδο εγγεγραμμένων ίππων προοριζόμενων για ιπποδρομίες, διαγωνισμούς και πολιτιστικές εκδηλώσεις μετά από προσωρινή εξαγωγή [1])
- ≈ συνώνυμα: κολλητικός
- που εύκολα μεταδίδεται
- (πρόσωπο) που μεταδίδει εύκολα και κατανοητά τις γνώσεις του στους άλλους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταδοτικός