ιπποειδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιπποειδής | η | ιπποειδής | το | ιπποειδές |
γενική | του | ιπποειδούς* | της | ιπποειδούς | του | ιπποειδούς |
αιτιατική | τον | ιπποειδή | την | ιπποειδή | το | ιπποειδές |
κλητική | ιπποειδή(ς) | ιπποειδής | ιπποειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιπποειδείς | οι | ιπποειδείς | τα | ιπποειδή |
γενική | των | ιπποειδών | των | ιπποειδών | των | ιπποειδών |
αιτιατική | τους | ιπποειδείς | τις | ιπποειδείς | τα | ιπποειδή |
κλητική | ιπποειδείς | ιπποειδείς | ιπποειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.po.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιπ‐πο‐ει‐δής
Επίθετο επεξεργασία
ιπποειδής, -ής, -ές
- που μοιάζει με άλογο
- (ζωολογία) οικογένεια μαστοφόρων θηλαστικών
- ※ Η πολύ κοπιαστική εργασία των ιπποειδών είναι μια εικόνα που συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, με ιδιαίτερη ένταση τους καλοκαιρινούς μήνες.
- Τριανταφύλλου, Δήμητρα (7 Ιουλίου 2023), Ιπποειδή εργασίας: Δουλεύουν σκληρά, αλλά δεν προστατεύονται, Η Καθημερινή
- ※ Η πολύ κοπιαστική εργασία των ιπποειδών είναι μια εικόνα που συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, με ιδιαίτερη ένταση τους καλοκαιρινούς μήνες.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιπποειδής
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ιπποειδής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)