μαστοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μαστοφόρος, -ος/-α, -ο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό του ουδετέρου, τα μαστοφόρα)
- πλάσμα που φέρει μαστούς, θηλαστικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαστοφόρος
|
μαστοφόρος, -ος/-α, -ο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό του ουδετέρου, τα μαστοφόρα)
|