↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαστοφόρος η μαστοφόρος
μαστοφόρα
το μαστοφόρο
      γενική του μαστοφόρου της μαστοφόρου
μαστοφόρας
του μαστοφόρου
    αιτιατική τον μαστοφόρο τη μαστοφόρο
μαστοφόρα
το μαστοφόρο
     κλητική μαστοφόρε μαστοφόρε
μαστοφόρα
μαστοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαστοφόροι οι μαστοφόροι
μαστοφόρες
τα μαστοφόρα
      γενική των μαστοφόρων των μαστοφόρων των μαστοφόρων
    αιτιατική τους μαστοφόρους τις μαστοφόρους
μαστοφόρες
τα μαστοφόρα
     κλητική μαστοφόροι μαστοφόροι
μαστοφόρες
μαστοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστοφόρος < μαστ(ός) + -ο- + -φόρος ( < φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

μαστοφόρος, -ος/-α, -ο (πιο συνηθισμένο στον πληθυντικό του ουδετέρου, τα μαστοφόρα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία