μαστός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαστός | οι | μαστοί |
γενική | του | μαστού | των | μαστών |
αιτιατική | τον | μαστό | τους | μαστούς |
κλητική | μαστέ | μαστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαστός αρσενικό
- (ανατομία) γαλακτοφόρος αδένας των θηλαστικών
- το εξωτερικό τμήμα αυτού του αδένα
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μαστός | οἱ | μαστοί |
γενική | τοῦ | μαστοῦ | τῶν | μαστῶν |
δοτική | τῷ | μαστῷ | τοῖς | μαστοῖς |
αιτιατική | τὸν | μαστόν | τοὺς | μαστούς |
κλητική ὦ! | μαστέ | μαστοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαστώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαστοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μαστός, ήδη ομηρικό (ο επικός τύπος) < *μαδ-τός, *μαδ-νός. Το θέμα συνδέεται με το μαδάω (αρχική σημασία είμαι βρεγμένος) εκφράζοντας τον θηλασμό. Πιθανόν σχετικό με το θέμα μα- λέξεων που δηλώνουν μητρότητα.[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μαστός αρσενικό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μαστός» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μαστός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.