μαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαστός | οι | μαστοί |
γενική | του | μαστού | των | μαστών |
αιτιατική | τον | μαστό | τους | μαστούς |
κλητική | μαστέ | μαστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μαστός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστός αρσενικό
- (ανατομία) γαλακτοφόρος αδένας των θηλαστικών
- το εξωτερικό τμήμα αυτού του αδένα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μαστός | οἱ | μαστοί |
γενική | τοῦ | μαστοῦ | τῶν | μαστῶν |
δοτική | τῷ | μαστῷ | τοῖς | μαστοῖς |
αιτιατική | τὸν | μαστόν | τοὺς | μαστούς |
κλητική ὦ! | μαστέ | μαστοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαστώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μαστοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαστός, ήδη ομηρικό (ο επικός τύπος) < *μαδ-τός, *μαδ-νός. Το θέμα συνδέεται με το μαδάω (αρχική σημασία είμαι βρεγμένος) εκφράζοντας τον θηλασμό. Πιθανόν σχετικό με το θέμα μα- λέξεων που δηλώνουν μητρότητα.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαστός, -οῦ αρσενικό
- (ανατομία) o μαστός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 531
- αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι.
- Η ίδια του πρόσφερε βυζί μες στ᾽ όνειρό της.
- Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 133.1
- Ἀτόσσῃ τῇ Κύρου μὲν θυγατρί, Δαρείου δὲ γυναικὶ ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα, μετὰ δὲ ἐκραγὲν ἐνέμετο πρόσω.
- η Άτοσσα, κόρη του Κύρου και γυναίκα του Δαρείου, έβγαλε στον μαστό ένα απόστημα που ύστερα έσπασε και άρχισε να απλώνεται.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἀτόσσῃ τῇ Κύρου μὲν θυγατρί, Δαρείου δὲ γυναικὶ ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα, μετὰ δὲ ἐκραγὲν ἐνέμετο πρόσω.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 560 (560-562)
- μαστούς τ᾽ ἔδειξε στέρνα θ᾽ ὡς ἀγάλματος | κάλλιστα, καὶ καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ | ἔλεξε πάντων τλημονέστατον λόγον·
- και φανέρωσε τους μαστούς και τα στέρνα τα πανέμορφα, τα σαν αγαλματένια· | και γονατίζοντας στη γη, | μίλησε κι είπε τα λόγια τα πιο θαρρετά που ακουστήκανε:
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- μαστούς τ᾽ ἔδειξε στέρνα θ᾽ ὡς ἀγάλματος | κάλλιστα, καὶ καθεῖσα πρὸς γαῖαν γόνυ | ἔλεξε πάντων τλημονέστατον λόγον·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 531
- (μεταφορικά) στρογγυλός λόφος, βουναλάκι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 2.15
- ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο οἱ Ἕλληνες, λείπουσιν οἱ βάρβαροι ἀμαχητὶ τὸν μαστόν,
- Την ώρα που πλησίασαν οι Έλληνες, οι βάρβαροι, χωρίς να κάμουν μάχη, εγκαταλείπουν το λόφο.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο οἱ Ἕλληνες, λείπουσιν οἱ βάρβαροι ἀμαχητὶ τὸν μαστόν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 2.15
- κομμάτι μαλλιού δεμένο στην άκρη των διχτυών
- (στην Πάφο) είδος κυπέλλου που είχε σχήμα ημισφαιρικό και έμοιαζε με μαστό
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11, 74 @scaife.perseus, @el.wikisource
- μαστὸς. Ἀπολλόδωρος ὁ Κυρηναῖος, ὡς Πάμφιλός φησι, Παφίους τὸ ποτήριον οὕτως καλεῖν.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 11, 74 @scaife.perseus, @el.wikisource
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μαστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.