αδένας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αδένας | οι | αδένες |
γενική | του | αδένα | των | αδένων |
αιτιατική | τον | αδένα | τους | αδένες |
κλητική | αδένα | αδένες | ||
όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αδένας < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀδήν από την αιτιατική «τὸν ἀδένα» [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈðe.nas/
- συλλαβισμός : α‐δέ‐νας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αδένας αρσενικό
- (ανατομία) το επιθηλιακό όργανο των ζώων που παράγει εκκρίμματα (π.χ. ένζυμα, βλέννες, ορμόνες, γάλα στα θηλαστικά, δηλητήριο, μετάξι κ.λπ.)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
όπως
και
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αδένας στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αδένας
Επεξεργασία
- ↑ «αδένας» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.