Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αδένας οι αδένες
      γενική του αδένα των αδένων
    αιτιατική τον αδένα τους αδένες
     κλητική αδένα αδένες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδένας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδήν από την αιτιατική «τὸν ἀδένα» [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈðe.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δέ‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδένας αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

όπως

και

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία