Ετυμολογία

επεξεργασία
gland < λατινική glans

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gland (en)

  • αδένας
    endocrine gland - ενδοκρινής αδένας

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gland glands

gland (fr) αρσενικό

  1. το βαλανίδι
  2. (ανατομία) η βάλανος