Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδενολογία οι αδενολογίες
      γενική της αδενολογίας των αδενολογιών
    αιτιατική την αδενολογία τις αδενολογίες
     κλητική αδενολογία αδενολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδενολογία < αδέν(ας) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδενολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τους αδένες

  Μεταφράσεις επεξεργασία