Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδένωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αδένωμα
τα
αδενώμα
τ
α
γενική
του
αδενώμα
τ
ος
των
αδενωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αδένωμα
τα
αδενώμα
τ
α
κλητική
αδένωμα
αδενώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδένωμα
<
αδένας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αδένωμα
ουδέτερο
(
ιατρική
) καλοήθης
όγκος
ενός
αδένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδένωμα
αγγλικά
:
adenoma
(en)
γαλλικά
:
adénome
(fr)