βλέννα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλέννα | οι | βλέννες |
γενική | της | βλέννας | των | βλεννών |
αιτιατική | τη | βλέννα | τις | βλέννες |
κλητική | βλέννα | βλέννες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βλέννα < αρχαία ελληνική βλεννός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βλέννα θηλυκό
- ημιδιάφανο, γλοιώδες και πυκνόρρευστο υγρό που εκκρίνουν κάποιοι αδένες
- το γλοιώδες και παχύρρευστο έκκριμα της μύτης
- (βοτανική) ιξώδης ουσία κάποιων φυτών (π.χ. λινάρι)
Επεξεργασία
βλ. γλήνι