Δείτε επίσης: -μύτης, μύτις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύτη οι μύτες
      γενική της μύτης των (μυτών)
    αιτιατική τη μύτη τις μύτες
     κλητική μύτη μύτες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μύτη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μύτη [1]
 
Μύτη ανθρώπου.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmi.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μύ‐τη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύτη θηλυκό

  1. (ανθρώπινο σώμα) όργανο που βρίσκεται στο πρόσωπο ανάμεσα στα χείλη και τα μάτια, προεξέχει από αυτό και έχει δύο εισόδους (τα ρουθούνια) που χρησιμεύουν στην αναπνοή και την όσφρηση
  2. το όργανο της όσφρησης στα θηλαστικά
  3. η ικανότητα της όσφρησης
  4. (μεταφορικά) η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι
    ⮡  Έχω μύτη εγώ, όλα τα καταλαβαίνω!
  5. προεξοχή, κορυφή, αιχμή
  6. η άκρη, το μπροστινό μέρος
    ⮡  Περπατούσε στις μύτες των ποδιών. (με τα ακροδάχτυλα)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
μυτ- 

και

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μύτη < αρχαία ελληνική μύτις (το ήπαρ κάποιων κεφαλόποδων, ελληνιστική σημασία: μελάνι σουπιάς) [1]

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία

και

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.