μύτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύτη | οι | μύτες |
γενική | της | μύτης | των | (μυτών) |
αιτιατική | τη | μύτη | τις | μύτες |
κλητική | μύτη | μύτες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μύτη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μύτη [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmi.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐τη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμύτη θηλυκό
- (ανθρώπινο σώμα) όργανο που βρίσκεται στο πρόσωπο ανάμεσα στα χείλη και τα μάτια, προεξέχει από αυτό και έχει δύο εισόδους (τα ρουθούνια) που χρησιμεύουν στην αναπνοή και την όσφρηση
- το όργανο της όσφρησης στα θηλαστικά
- η ικανότητα της όσφρησης
- (μεταφορικά) η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι
- ⮡ Έχω μύτη εγώ, όλα τα καταλαβαίνω!
- προεξοχή, κορυφή, αιχμή
- η άκρη, το μπροστινό μέρος
- ⮡ Περπατούσε στις μύτες των ποδιών. (με τα ακροδάχτυλα)
Εκφράσεις
επεξεργασία- σέρνω απ' τη μύτη / τον σέρνει από τη μύτη: τον ελέγχει απόλυτα, τον κάνει ό,τι θέλει
- χώνω τη μύτη μου: ανακατεύομαι σε υποθέσεις που δε με αφορούν
- να μου τρυπήσεις τη μύτη: αυτό που λες δεν πρόκειται να γίνει
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται: όταν κάποιος λόγω μη προσοχής την ΄΄πατάει΄΄ σε κάτι που γνωρίζει
- σκάω μύτη: εμφανίζομαι, έρχομαι από κάπου ξαφνικά
- περνάω σε κάποιον το χαλκά από τη μύτη: τον κάνω ό,τι θέλω
- δε βλέπω (ούτε) τη μύτη μου: δε βλέπω καλά και μεταφορικά δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα
- σηκώνω μύτη: συμπεριφέρομαι με έπαρση
- κάτω από τη μύτη μου: χωρίς να το πάρω είδηση
- με τρώει η μύτη μου: πάω γυρεύοντας να φάω ξύλο εξαιτίας της συμπεριφοράς μου
- μου τρέχει ή μου στάζει η μύτη: έχω καταρροή
- έχει μεγάλη μύτη: συμπεριφέρεται με έπαρση, αλαζονεία
- μου μπήκε στη μύτη: είναι ενοχλητικός με τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του
- μου έσπασε τη μύτη: για κάτι, που έχει έντονο και ευχάριστο άρωμα (συνήθως καλό φαγητό)
- μάτωσε ή άνοιξε η μύτη μου: άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου
- μου βγαίνει κάτι από τη μύτη: για ορισμένη ευχαρίστηση ή ωφέλεια υφίσταμαι μεγαλύτερη στενοχώρια ή ζημία.
- πέφτουν μύτες: κάνει πολύ κρύο
- δε μάτωσε ή δεν άνοιξε μύτη: δεν έγινε ο παραμικρός τραυματισμός, τακτοποιήθηκε ειρηνικά η παρεξήγηση ή η διαφορά. (βλ. αντίστοιχη έκφραση: δεν άνοιξε ή δε μάτωσε ρουθούνι)
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
μυτ-
μυτ-
και
- Ασημομύτης (επώνυμο)
- γερακομύτης
- καμπουρομύτης, καμπουρομύτα
- κουτσομύτης, κουτσομύτα, κουτσομύτικο
- Κουτσομύτης (επώνυμο)
- μπρούμυτα
- μπουμυτίζω
- μυταράς
- Μυταράς (επώνυμο)
- μυτιά
- μυτίζω
- μυτερός
- μυτόγκα/μυτόνγκα
- μύτος (μεγεθυντικό)
- μυτοτσίμπιδο
- μυτούλα, μυτουλίνα (υποκοριστικά)
- ξεμυτίζω
- ξεμύτισμα
- πλακουτσομύτης, πλακουτσομύτα
- πλατσομύτης, πλατσομύτα
- σουβλομύτης, σουβλομύτα, σουβλομύτικο
- στραβομύτης, στραβομύτα, στραβομύτικο
- Στραβομύτης (επώνυμο)
- φαρμακομύτης, φαρμακομύτα
- ψηλομύτης, ψηλομύτα
- Όροι με μύτης — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μύτη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μύτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- μύτη < αρχαία ελληνική μύτις (το ήπαρ κάποιων κεφαλόποδων, ελληνιστική σημασία: μελάνι σουπιάς) [1]
Συγγενικά
επεξεργασία- -μύτης Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -μύτης στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά κακομύτης, μπηξομύτης, στραβομύτης
και
- μυτίζω
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μύτη - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μύτη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].