Δείτε επίσης: Στραβομύτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραβομύτης η στραβομύτα το στραβομύτικο
      γενική του στραβομύτη της στραβομύτας του στραβομύτικου
    αιτιατική τον στραβομύτη τη στραβομύτα το στραβομύτικο
     κλητική στραβομύτη στραβομύτα στραβομύτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραβομύτηδες οι στραβομύτες τα στραβομύτικα
      γενική των στραβομύτηδων των στραβομύτικων
    αιτιατική τους στραβομύτηδες τις στραβομύτες τα στραβομύτικα
     κλητική στραβομύτηδες στραβομύτες στραβομύτικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραβομύτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στραβομύτης. Μορφολογικά αναλύεται σε στραβο- + -μύτης.
Και ουσιαστικοποιημένο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾa.voˈmi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐βο‐μύ‐της

  Επίθετο επεξεργασία

στραβομύτης, -α, -ικο

  1. που έχει στραβή μύτη
  2. (για αιχμηρά αντικείμενα) που έχει στrαβή άκρη

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις στραβός και μύτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στραβομύτης < στραβο- + -μύτης
Ή και ουσιαστικοποιημένο.

  Επίθετο επεξεργασία

στραβομύτης

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις στραβός και μύτη