Στραβομύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Στραβομύτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Στραβομύτης, βυζαντινό παρωνύμιο, αυτός που έχει στραβή μύτη[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτραβομύτης αρσενικό (θηλυκό Στραβομύτη)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 81.
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στραβομύτης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτραβομύτης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- Στραβομύτην (αιτιατική)