Στραβομύτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Στραβομύτη < γενική ενικού του αρσενικού Στραβομύτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτραβομύτη θηλυκό, άκλιτο
- (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Στραβομύτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΣτραβομύτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Στραβομύτης