στραβός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στραβός < ελληνιστική κοινή στραβός < αρχαία ελληνική στρεβλός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στραβός, -ή, -ό
- που δεν έχει ευθύγραμμο σχήμα, που παρεκκλίνει από την ευθεία, στρεβλός
- στραβά πόδια
- τοποθετημένος λοξά, όχι κανονικά
- κακός, λανθασμένος
- πήρε το στραβό δρόμο
- (για χαρακτήρα) παράξενος, κακότροπος και/ή ιδιότροπος
- τι στραβός κι ανάποδος άνθρωπος είναι τούτος!
- (υβριστικό) τυφλός, που δεν βλέπει
- (μεταφορικά) αγράμματος ή απληροφόρητος
Επεξεργασία
- στραβά
- στραβάδι
- στραβούλιακας
- στραβισμός
- στραβούλιακας
- στραβώνω, στραβώνομαι
- στραβωμάρα / στραβομάρα