πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραβός η στραβή το στραβό
      γενική του στραβού της στραβής του στραβού
    αιτιατική τον στραβό τη στραβή το στραβό
     κλητική στραβέ στραβή στραβό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραβοί οι στραβές τα στραβά
      γενική των στραβών των στραβών των στραβών
    αιτιατική τους στραβούς τις στραβές τα στραβά
     κλητική στραβοί στραβές στραβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

στραβός, -ή, -ό

  1. σημασία στρεβλός
    1. που δεν έχει ευθύγραμμο σχήμα, που παρεκκλίνει από την ευθεία, στρεβλός
        στραβά πόδια
    2. τοποθετημένος λοξά, όχι κανονικά
    3. κακός, λανθασμένος
        Πήρε τον στραβό δρόμο.
    4. (για χαρακτήρα) παράξενος, κακότροπος και/ή ιδιότροπος
        Τι στραβός κι ανάποδος άνθρωπος είναι τούτος!
  2. σημασία «δε βλέπει»
    1. (οικείο) τυφλός, που δε βλέπει
    2. (μεταφορικά) αγράμματος ή απληροφόρητος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. στραβός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. στραβός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Ετυμολογία

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στραβός στραβή τὸ στραβόν
      γενική τοῦ στραβοῦ τῆς στραβῆς τοῦ στραβοῦ
      δοτική τῷ στραβ τῇ στραβ τῷ στραβ
    αιτιατική τὸν στραβόν τὴν στραβήν τὸ στραβόν
     κλητική ! στραβέ στραβή στραβόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στραβοί αἱ στραβαί τὰ στραβᾰ́
      γενική τῶν στραβῶν τῶν στραβῶν τῶν στραβῶν
      δοτική τοῖς στραβοῖς ταῖς στραβαῖς τοῖς στραβοῖς
    αιτιατική τοὺς στραβούς τὰς στραβᾱ́ς τὰ στραβᾰ́
     κλητική ! στραβοί στραβαί στραβᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στραβώ τὼ στραβᾱ́ τὼ στραβώ
      γεν-δοτ τοῖν στραβοῖν τοῖν στραβαῖν τοῖν στραβοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.