στραβός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στραβός | η | στραβή | το | στραβό |
γενική | του | στραβού | της | στραβής | του | στραβού |
αιτιατική | τον | στραβό | τη | στραβή | το | στραβό |
κλητική | στραβέ | στραβή | στραβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στραβοί | οι | στραβές | τα | στραβά |
γενική | των | στραβών | των | στραβών | των | στραβών |
αιτιατική | τους | στραβούς | τις | στραβές | τα | στραβά |
κλητική | στραβοί | στραβές | στραβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στραβός < (ελληνιστική κοινή) στραβός < αρχαία ελληνική στρεβλός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στραβός, -ή, -ό
- που δεν έχει ευθύγραμμο σχήμα, που παρεκκλίνει από την ευθεία, στρεβλός
- στραβά πόδια
- τοποθετημένος λοξά, όχι κανονικά
- κακός, λανθασμένος
- πήρε τον στραβό δρόμο
- (για χαρακτήρα) παράξενος, κακότροπος και/ή ιδιότροπος
- τι στραβός κι ανάποδος άνθρωπος είναι τούτος!
- (υβριστικό) τυφλός, που δε βλέπει
- (μεταφορικά) αγράμματος ή απληροφόρητος
Επεξεργασία
- στραβά
- στραβάδι
- στραβούλιακας
- στραβισμός
- στραβούλιακας
- στραβώνω, στραβώνομαι
- στραβωμάρα / στραβομάρα