Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραβός η στραβή το στραβό
      γενική του στραβού της στραβής του στραβού
    αιτιατική τον στραβό τη στραβή το στραβό
     κλητική στραβέ στραβή στραβό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραβοί οι στραβές τα στραβά
      γενική των στραβών των στραβών των στραβών
    αιτιατική τους στραβούς τις στραβές τα στραβά
     κλητική στραβοί στραβές στραβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στραβός < (ελληνιστική κοινή) στραβός < αρχαία ελληνική στρεβλός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

στραβός, -ή, -ό

  1. που δεν έχει ευθύγραμμο σχήμα, που παρεκκλίνει από την ευθεία, στρεβλός
    στραβά πόδια
  2. τοποθετημένος λοξά, όχι κανονικά
  3. κακός, λανθασμένος
    πήρε τον στραβό δρόμο
  4. (για χαρακτήρα) παράξενος, κακότροπος και/ή ιδιότροπος
    τι στραβός κι ανάποδος άνθρωπος είναι τούτος!
  5. (υβριστικό) τυφλός, που δε βλέπει
  6. (μεταφορικά) αγράμματος ή απληροφόρητος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία