στραβός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στραβός | η | στραβή | το | στραβό |
γενική | του | στραβού | της | στραβής | του | στραβού |
αιτιατική | τον | στραβό | τη | στραβή | το | στραβό |
κλητική | στραβέ | στραβή | στραβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στραβοί | οι | στραβές | τα | στραβά |
γενική | των | στραβών | των | στραβών | των | στραβών |
αιτιατική | τους | στραβούς | τις | στραβές | τα | στραβά |
κλητική | στραβοί | στραβές | στραβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραβός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στραβός [1] [2] [3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾaˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐βός
Επίθετο
επεξεργασίαστραβός, -ή, -ό
- σημασία στρεβλός
- που δεν έχει ευθύγραμμο σχήμα, που παρεκκλίνει από την ευθεία, στρεβλός
- ⮡ στραβά πόδια
- τοποθετημένος λοξά, όχι κανονικά
- κακός, λανθασμένος
- ⮡ Πήρε τον στραβό δρόμο.
- (για χαρακτήρα) παράξενος, κακότροπος και/ή ιδιότροπος
- ⮡ Τι στραβός κι ανάποδος άνθρωπος είναι τούτος!
- που δεν έχει ευθύγραμμο σχήμα, που παρεκκλίνει από την ευθεία, στρεβλός
- σημασία «δε βλέπει»
- (οικείο) τυφλός, που δε βλέπει
- (μεταφορικά) αγράμματος ή απληροφόρητος
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- στραβο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα στραβο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά στροβοκοιτάω, στραβόξυλο
και
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ στραβός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στραβός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραβός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή στραβός
Επίθετο
επεξεργασίαστραβός
Συγγενικά
επεξεργασία- στραβο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα στραβο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά στραβομύτης, στραβοπόδαρος στραβόξυλον
- στραβότης
- στραβώνω
→ και δείτε τη λέξη στρεβλός
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στραβός | ἡ | στραβή | τὸ | στραβόν |
γενική | τοῦ | στραβοῦ | τῆς | στραβῆς | τοῦ | στραβοῦ |
δοτική | τῷ | στραβῷ | τῇ | στραβῇ | τῷ | στραβῷ |
αιτιατική | τὸν | στραβόν | τὴν | στραβήν | τὸ | στραβόν |
κλητική ὦ! | στραβέ | στραβή | στραβόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | στραβοί | αἱ | στραβαί | τὰ | στραβᾰ́ |
γενική | τῶν | στραβῶν | τῶν | στραβῶν | τῶν | στραβῶν |
δοτική | τοῖς | στραβοῖς | ταῖς | στραβαῖς | τοῖς | στραβοῖς |
αιτιατική | τοὺς | στραβούς | τὰς | στραβᾱ́ς | τὰ | στραβᾰ́ |
κλητική ὦ! | στραβοί | στραβαί | στραβᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στραβώ | τὼ | στραβᾱ́ | τὼ | στραβώ |
γεν-δοτ | τοῖν | στραβοῖν | τοῖν | στραβαῖν | τοῖν | στραβοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραβός (ελληνιστική κοινή) < στραβ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος για την αρχαία ελληνική στρεβλός [1]
Επίθετο
επεξεργασίαστραβός, -ή, -όν
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στρεβλός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- στραβός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.