στραβάδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στραβάδι | τα | στραβάδια |
γενική | του | στραβαδιού | των | στραβαδιών |
αιτιατική | το | στραβάδι | τα | στραβάδια |
κλητική | στραβάδι | στραβάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στραβάδι < στραβός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστραβάδι ουδέτερο
- αυτός που δεν μπορεί να δει καλά
- αυτός που κάνει κάτι επικίνδυνο από απροσεξία
- ο καινούργιος, αυτός που δεν ξέρει καλά μια δουλειά· (ειδικότερα, στρατιωτική αργκό), ο νεοσύλλεκτος, ο νέος στο στρατό