αποστραβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποστραβώνω (παθητική φωνή: αποστραβώνομαι)
- (οικείο) κάνω κάτι τελείως σταρβό
- (οικείο) προκαλώ σε κάποιον απώλεια όρασης
- (οικείο) (μεταφορικά) βυθίζω κάποιον στην αγραμματοσύνη
Συγγενικά
επεξεργασία- αποστράβωμα
- αποστραβωμένος
- → δείτε τις λέξεις από, στραβώνω και στραβός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστραβώνω | αποστράβωνα | θα αποστραβώνω | να αποστραβώνω | αποστραβώνοντας | |
β' ενικ. | αποστραβώνεις | αποστράβωνες | θα αποστραβώνεις | να αποστραβώνεις | αποστράβωνε | |
γ' ενικ. | αποστραβώνει | αποστράβωνε | θα αποστραβώνει | να αποστραβώνει | ||
α' πληθ. | αποστραβώνουμε | αποστραβώναμε | θα αποστραβώνουμε | να αποστραβώνουμε | ||
β' πληθ. | αποστραβώνετε | αποστραβώνατε | θα αποστραβώνετε | να αποστραβώνετε | αποστραβώνετε | |
γ' πληθ. | αποστραβώνουν(ε) | αποστράβωναν αποστραβώναν(ε) |
θα αποστραβώνουν(ε) | να αποστραβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστράβωσα | θα αποστραβώσω | να αποστραβώσω | αποστραβώσει | ||
β' ενικ. | αποστράβωσες | θα αποστραβώσεις | να αποστραβώσεις | αποστράβωσε | ||
γ' ενικ. | αποστράβωσε | θα αποστραβώσει | να αποστραβώσει | |||
α' πληθ. | αποστραβώσαμε | θα αποστραβώσουμε | να αποστραβώσουμε | |||
β' πληθ. | αποστραβώσατε | θα αποστραβώσετε | να αποστραβώσετε | αποστραβώστε | ||
γ' πληθ. | αποστράβωσαν αποστραβώσαν(ε) |
θα αποστραβώσουν(ε) | να αποστραβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστραβώσει | είχα αποστραβώσει | θα έχω αποστραβώσει | να έχω αποστραβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστραβώσει | είχες αποστραβώσει | θα έχεις αποστραβώσει | να έχεις αποστραβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστραβώσει | είχε αποστραβώσει | θα έχει αποστραβώσει | να έχει αποστραβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστραβώσει | είχαμε αποστραβώσει | θα έχουμε αποστραβώσει | να έχουμε αποστραβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστραβώσει | είχατε αποστραβώσει | θα έχετε αποστραβώσει | να έχετε αποστραβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστραβώσει | είχαν αποστραβώσει | θα έχουν αποστραβώσει | να έχουν αποστραβώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποστραβώνω
|