Δείτε επίσης: ξεστραβώνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποστραβώνω < απο- + στραβώνω

αποστραβώνω (παθητική φωνή: αποστραβώνομαι)

  1. (οικείο) κάνω κάτι τελείως σταρβό
  2. (οικείο) προκαλώ σε κάποιον απώλεια όρασης
     συνώνυμα: αποτυφλώνω
  3. (οικείο) (μεταφορικά) βυθίζω κάποιον στην αγραμματοσύνη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία