αποστραβωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποστραβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποστραβώνω
Μετοχή επεξεργασία
αποστραβωμένος, -η, -ο
- που έχει αποστραβωθεί, που δεν βλέπει τίποτα
- (μεταφορικά) που έχει βυθιστεί στην αμάθεια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αποστραβώνω, στραβώνω και στραβός
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποστραβωμένος
|