Ετυμολογία

επεξεργασία
στραβώνω < στραβός + -ώνω < αρχαία ελληνική στρεβλόω

στραβώνω

  1. (μεταβατικό) κάνω στραβό κάτι που είναι ίσιο
    στράβωσε λίγο το σύρμα στην άκρη για να μη βρίσκει αντίσταση όταν το σπρώχνεις
  2. (μεταβατικό) τυφλώνω, συνήθως μεταφορικά
    Ο ήλιος καίει και στραβώνει. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
  3. (αμετάβατο) γίνομαι στραβός, παύω να είμαι ίσιος
    εκτός από όλα τα άλλα στράβωσε και ο άξονας και πρέπει να πάει στην καλίμπρα
  4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) παίρνω λανθασμένη ή κακή τροπή

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία