στραβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στραβώνω < στραβός + -ώνω < αρχαία ελληνική στρεβλόω
Ρήμα
επεξεργασίαστραβώνω
- (μεταβατικό) κάνω στραβό κάτι που είναι ίσιο
- στράβωσε λίγο το σύρμα στην άκρη για να μη βρίσκει αντίσταση όταν το σπρώχνεις
- (μεταβατικό) τυφλώνω, συνήθως μεταφορικά
- Ο ήλιος καίει και στραβώνει. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
- (αμετάβατο) γίνομαι στραβός, παύω να είμαι ίσιος
- εκτός από όλα τα άλλα στράβωσε και ο άξονας και πρέπει να πάει στην καλίμπρα
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) παίρνω λανθασμένη ή κακή τροπή
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στραβώνω | στράβωνα | θα στραβώνω | να στραβώνω | στραβώνοντας | |
β' ενικ. | στραβώνεις | στράβωνες | θα στραβώνεις | να στραβώνεις | στράβωνε | |
γ' ενικ. | στραβώνει | στράβωνε | θα στραβώνει | να στραβώνει | ||
α' πληθ. | στραβώνουμε | στραβώναμε | θα στραβώνουμε | να στραβώνουμε | ||
β' πληθ. | στραβώνετε | στραβώνατε | θα στραβώνετε | να στραβώνετε | στραβώνετε | |
γ' πληθ. | στραβώνουν(ε) | στράβωναν στραβώναν(ε) |
θα στραβώνουν(ε) | να στραβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στράβωσα | θα στραβώσω | να στραβώσω | στραβώσει | ||
β' ενικ. | στράβωσες | θα στραβώσεις | να στραβώσεις | στράβωσε | ||
γ' ενικ. | στράβωσε | θα στραβώσει | να στραβώσει | |||
α' πληθ. | στραβώσαμε | θα στραβώσουμε | να στραβώσουμε | |||
β' πληθ. | στραβώσατε | θα στραβώσετε | να στραβώσετε | στραβώστε | ||
γ' πληθ. | στράβωσαν στραβώσαν(ε) |
θα στραβώσουν(ε) | να στραβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στραβώσει | είχα στραβώσει | θα έχω στραβώσει | να έχω στραβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στραβώσει | είχες στραβώσει | θα έχεις στραβώσει | να έχεις στραβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στραβώσει | είχε στραβώσει | θα έχει στραβώσει | να έχει στραβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στραβώσει | είχαμε στραβώσει | θα έχουμε στραβώσει | να έχουμε στραβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στραβώσει | είχατε στραβώσει | θα έχετε στραβώσει | να έχετε στραβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στραβώσει | είχαν στραβώσει | θα έχουν στραβώσει | να έχουν στραβώσει |
|