Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
aveugler
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
aveugler
<
avogler
<
aveugle
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.vœ.ɡle
/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
aveugler
(fr)
τυφλώνω
(
κατ' επέκταση
)
στραβώνω
, εμποδίζω κάποιον να δει καθαρά, να κρίνει ξεκάθαρα
≈
συνώνυμα
:
éblouir
,
égarer
,
troubler
≠
αντώνυμα
:
éclairer
,
guider
φράζω
≈
συνώνυμα
:
boucher
,
calfater
Συγγενικά
επεξεργασία
aveuglant
-
aveuglante
aveugle
aveuglement
aveuglément
aveugle-né
aveuglette