aveugle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aveugle | aveugles |
aveugle (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aveugle | aveugles |
aveugle (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο τυφλός