Ετυμολογία

επεξεργασία
aveugle < avogle < λατινική ab oculis < oculus (μάτι, οφθαλμός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vœɡl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aveugle aveugles

aveugle (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aveugle aveugles

aveugle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία