aveugle-né
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vœ.ɡlə.ne/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aveugle-né | aveugle-nés |
θηλυκό | aveugle-née | aveugle-nées |
aveugle-né (fr) αρσενικό
- αυτός που γεννήθηκε τυφλός