né
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | né | nés |
θηλυκό | née | nées |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαné (fr)
- γεννημένος (πρώτος, ...)
- γεννηθείς
- εκ γενετής
Μετοχή
επεξεργασίαné (fr)
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος naître
Συγγενικά
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣυγχώνευση
επεξεργασίαné (pt)