Ετυμολογία

επεξεργασία
naissance < naître

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nɛ.sɑ̃s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
naissance naissances

naissance (fr) θηλυκό

  1. η γέννηση
     συνώνυμα: accouchement, enfantement, nativité
     αντώνυμα: mort
  2. (μεταφορικά) η αρχή
     συνώνυμα: apparition, début, origine
     αντώνυμα: fin
  3. (μεταφορικά) η δημιουργία
     συνώνυμα: création, éclosion, genèse
     αντώνυμα: destruction, fin

Συγγενικά

επεξεργασία