naissance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- naissance < naître
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
naissance | naissances |
naissance (fr) θηλυκό
- η γέννηση
- ≈ συνώνυμα: accouchement, enfantement, nativité
- ≠ αντώνυμα: mort
- (μεταφορικά) η αρχή
- (μεταφορικά) η δημιουργία