Δείτε επίσης: creation

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁe.a.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
création créations

création (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία