Ετυμολογία

επεξεργασία
naissant < naître

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό naissant naissants
θηλυκό naissante naissantes

naissant (fr)

  1. (στη λογοτεχνία) εκκολαπτόμενος, που γεννιέται, που αρχίζει να μεγαλώνει
    un amour naissant - εκκολαπτόμενος έρωτας/αγάπη
    une amitié naissante - εκκολαπτόμενη φιλία
    un jour naissant - το ξημέρωμα
  2. (εραλδική) → δείτε τη λέξη issant

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  naître