Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκολαπτόμενος η εκκολαπτόμενη το εκκολαπτόμενο
      γενική του εκκολαπτόμενου της εκκολαπτόμενης του εκκολαπτόμενου
    αιτιατική τον εκκολαπτόμενο την εκκολαπτόμενη το εκκολαπτόμενο
     κλητική εκκολαπτόμενε εκκολαπτόμενη εκκολαπτόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκολαπτόμενοι οι εκκολαπτόμενες τα εκκολαπτόμενα
      γενική των εκκολαπτόμενων των εκκολαπτόμενων των εκκολαπτόμενων
    αιτιατική τους εκκολαπτόμενους τις εκκολαπτόμενες τα εκκολαπτόμενα
     κλητική εκκολαπτόμενοι εκκολαπτόμενες εκκολαπτόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ko.laˈpto.me.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

εκκολαπτόμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία