Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκκολαπτόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκκολαπτόμεν
ος
η
εκκολαπτόμεν
η
το
εκκολαπτόμεν
ο
γενική
του
εκκολαπτόμεν
ου
της
εκκολαπτόμεν
ης
του
εκκολαπτόμεν
ου
αιτιατική
τον
εκκολαπτόμεν
ο
την
εκκολαπτόμεν
η
το
εκκολαπτόμεν
ο
κλητική
εκκολαπτόμεν
ε
εκκολαπτόμεν
η
εκκολαπτόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκκολαπτόμεν
οι
οι
εκκολαπτόμεν
ες
τα
εκκολαπτόμεν
α
γενική
των
εκκολαπτόμεν
ων
των
εκκολαπτόμεν
ων
των
εκκολαπτόμεν
ων
αιτιατική
τους
εκκολαπτόμεν
ους
τις
εκκολαπτόμεν
ες
τα
εκκολαπτόμεν
α
κλητική
εκκολαπτόμεν
οι
εκκολαπτόμεν
ες
εκκολαπτόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.ko.laˈpto.me.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
εκκολαπτόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
εκκολάπτω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
εκκολάπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκκολαπτόμενος
αγγλικά
:
nascent
(en)