εκκολάπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκολάπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκολάπτω < ἐκ (εκ-) + κολάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *qolə (τρυπώ, σκάβω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.koˈla.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κο‐λά‐πτω
Ρήμα
επεξεργασίαεκκολάπτω, πρτ.: εκκόλαπτα, αόρ.: εκκόλαψα, παθ.φωνή: εκκολάπτομαι, π.αόρ.: εκκολάφθηκα/(εκκολάφτηκα)
- συμβάλλω στην ανάπτυξη ενός πτηνού μέσα στο αβγό του και στην εν καιρώ έξοδό του απ’ αυτό
- (μεταφορικά) συμβάλλω στη σύλληψη, διαμόρφωση και ανάπτυξη μιας ιδέας ή κάποιου πράγματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκολάπτω | εκκόλαπτα | θα εκκολάπτω | να εκκολάπτω | εκκολάπτοντας | |
β' ενικ. | εκκολάπτεις | εκκόλαπτες | θα εκκολάπτεις | να εκκολάπτεις | εκκόλαπτε | |
γ' ενικ. | εκκολάπτει | εκκόλαπτε | θα εκκολάπτει | να εκκολάπτει | ||
α' πληθ. | εκκολάπτουμε | εκκολάπταμε | θα εκκολάπτουμε | να εκκολάπτουμε | ||
β' πληθ. | εκκολάπτετε | εκκολάπτατε | θα εκκολάπτετε | να εκκολάπτετε | εκκολάπτετε | |
γ' πληθ. | εκκολάπτουν(ε) | εκκόλαπταν εκκολάπταν(ε) |
θα εκκολάπτουν(ε) | να εκκολάπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκόλαψα | θα εκκολάψω | να εκκολάψω | εκκολάψει | ||
β' ενικ. | εκκόλαψες | θα εκκολάψεις | να εκκολάψεις | εκκόλαψε | ||
γ' ενικ. | εκκόλαψε | θα εκκολάψει | να εκκολάψει | |||
α' πληθ. | εκκολάψαμε | θα εκκολάψουμε | να εκκολάψουμε | |||
β' πληθ. | εκκολάψατε | θα εκκολάψετε | να εκκολάψετε | εκκολάψτε | ||
γ' πληθ. | εκκόλαψαν εκκολάψαν(ε) |
θα εκκολάψουν(ε) | να εκκολάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκκολάψει | είχα εκκολάψει | θα έχω εκκολάψει | να έχω εκκολάψει | ||
β' ενικ. | έχεις εκκολάψει | είχες εκκολάψει | θα έχεις εκκολάψει | να έχεις εκκολάψει | ||
γ' ενικ. | έχει εκκολάψει | είχε εκκολάψει | θα έχει εκκολάψει | να έχει εκκολάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκολάψει | είχαμε εκκολάψει | θα έχουμε εκκολάψει | να έχουμε εκκολάψει | ||
β' πληθ. | έχετε εκκολάψει | είχατε εκκολάψει | θα έχετε εκκολάψει | να έχετε εκκολάψει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκολάψει | είχαν εκκολάψει | θα έχουν εκκολάψει | να έχουν εκκολάψει |
|
Παθητική φωνή: οι τύποι με -φτ- εκκολαφτώ, εκκολάφτηκα είναι σπανιότεροι.
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκκολάπτομαι | εκκολαπτόμουν(α) | θα εκκολάπτομαι | να εκκολάπτομαι | εκκολαπτόμενος | |
β' ενικ. | εκκολάπτεσαι | εκκολαπτόσουν(α) | θα εκκολάπτεσαι | να εκκολάπτεσαι | εκκολάπτου | |
γ' ενικ. | εκκολάπτεται | εκκολαπτόταν(ε) | θα εκκολάπτεται | να εκκολάπτεται | ||
α' πληθ. | εκκολαπτόμαστε | εκκολαπτόμαστε εκκολαπτόμασταν |
θα εκκολαπτόμαστε | να εκκολαπτόμαστε | ||
β' πληθ. | εκκολάπτεστε | εκκολαπτόσαστε εκκολαπτόσασταν |
θα εκκολάπτεστε | να εκκολάπτεστε | εκκολάπτεστε | |
γ' πληθ. | εκκολάπτονται | εκκολάπτονταν εκκολαπτόντουσαν |
θα εκκολάπτονται | να εκκολάπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκκολάφθηκα | θα εκκολαφθώ | να εκκολαφθώ | εκκολαφθεί | ||
β' ενικ. | εκκολάφθηκες | θα εκκολαφθείς | να εκκολαφθείς | εκκολάψου | ||
γ' ενικ. | εκκολάφθηκε | θα εκκολαφθεί | να εκκολαφθεί | |||
α' πληθ. | εκκολαφθήκαμε | θα εκκολαφθούμε | να εκκολαφθούμε | |||
β' πληθ. | εκκολαφθήκατε | θα εκκολαφθείτε | να εκκολαφθείτε | εκκολαφθείτε | ||
γ' πληθ. | εκκολάφθηκαν εκκολαφθήκαν(ε) |
θα εκκολαφθούν(ε) | να εκκολαφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκκολαφθεί | είχα εκκολαφθεί | θα έχω εκκολαφθεί | να έχω εκκολαφθεί | ||
β' ενικ. | έχεις εκκολαφθεί | είχες εκκολαφθεί | θα έχεις εκκολαφθεί | να έχεις εκκολαφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκκολαφθεί | είχε εκκολαφθεί | θα έχει εκκολαφθεί | να έχει εκκολαφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκκολαφθεί | είχαμε εκκολαφθεί | θα έχουμε εκκολαφθεί | να έχουμε εκκολαφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκκολαφθεί | είχατε εκκολαφθεί | θα έχετε εκκολαφθεί | να έχετε εκκολαφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκκολαφθεί | είχαν εκκολαφθεί | θα έχουν εκκολαφθεί | να έχουν εκκολαφθεί |