Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκόλαψη οι εκκολάψεις
      γενική της εκκόλαψης* των εκκολάψεων
    αιτιατική την εκκόλαψη τις εκκολάψεις
     κλητική εκκόλαψη εκκολάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκολάψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκόλαψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκόλαψις (ἐκκόλαπ(σις) + -ση, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική incubation[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκκόλαψη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά, ορνιθολογία) το τελικό στάδιο προς τη γέννηση κάθε νεοσσού, που συμβαίνει μέσα σ' ένα αβγό. Ενώ πρόκειται για μία φυσική διαδικασία που έχει ξεκινήσει ήδη από πολύ νωρίς στο εσωτερικό για τον νεοσσό, στο ανθρώπινο μάτι γίνεται συνήθως αντιληπτή με το πρώτο ράγισμα στο κέλυφος.
    Τη στιγμή που ο μικρός νεοσσός θα απαλλαχτεί τελείως από το κέλυφος, τότε η διαδικασία της εκκόλαψής του ολοκληρώνεται με την έξοδό του από αυτό και την εμφάνισή του στη ζωή.
  2. (μεταφορικά) η «ωρίμαση» ή η «εμφάνιση» (θετικά ή αρνητικά)
    η εκκόλαψη των Αμερικανών αστροναυτών γίνεται σχεδόν πάντα στη NASA
    η εκκόλαψη του Εφιάλτη έφερε τον εξολοθρευμό των γενναίων Σπαρτιατών

Υπερώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία