πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δρυοκολάπτης οι δρυοκολάπτες
      γενική του δρυοκολάπτη των δρυοκολαπτών
    αιτιατική τον δρυοκολάπτη τους δρυοκολάπτες
     κλητική δρυοκολάπτη δρυοκολάπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δρυοκολάπτης αρσενικό

  • (πτηνό) πουλί της οικογένειας των Δρυοκολαπτιδών που ανοίγει οπές σε συνήθως γερασμένα δέντρα και αναζητεί τροφή ή φτιάχνει εκει τη φωλιά του
    Δρυοκολάπτης ο μείζων (Picus major)
    Δρυοκολάπτης ο χλωρός δηλαδή πράσινος (Picus viridis)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρυοκολάπτης οἱ δρυοκολάπται
      γενική τοῦ δρυοκολάπτου τῶν δρυοκολαπτῶν
      δοτική τῷ δρυοκολάπτ τοῖς δρυοκολάπταις
    αιτιατική τὸν δρυοκολάπτην τοὺς δρυοκολάπτᾱς
     κλητική ! δρυοκολάπτ δρυοκολάπται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρυοκολάπτ
γεν-δοτ τοῖν  δρυοκολάπταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Γνωστός ο τονισμός του πληθυντικού δρυοκολάπται.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δρυοκολάπτης < δρῦς + -ο- + κολάπτ(ω) + -ης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δρυοκολάπτης αρσενικό (πληθυντικός: δρυοκολάπται [1]

Συνώνυμα

επεξεργασία