Δείτε επίσης: Πελεκάνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πελεκάνος οι πελεκάνοι
      γενική του πελεκάνου των πελεκάνων
    αιτιατική τον πελεκάνο τους πελεκάνους
     κλητική πελεκάνε πελεκάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ένας πελεκάνος (1) (Pelecanus onocrotalus)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. πελεκάνος < (ελληνιστική κοινή) πελεκᾶνος < λατινικά pelecanus < αρχαία ελληνική πελεκάν < πελεκ- του πέλεκυς (εξαιτίας του ράμφους που κόβει σαν πέλεκυς)
  2. πελεκάνος < αρχαία ελληνική πελεκᾶς
  3. πελεκάνος < πελεκώ + -άνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.leˈka.nos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πελεκάνος αρσενικό

  1. (πτηνό) μεγαλόσωμο πτηνό με λευκό ή ρόδινο φτέρωμα κι ένα χαρακτηριστικά μεγάλο και διασταλτό σάκο κάτω από το ράμφος του όπου αποθηκεύει τη λεία του. Τρέφεται με ψάρια στους υδροβιότοπους που ζει και, παρά το αδέξιο βάδισμά του, έχει εξαιρετικές ικανότητες στην κολύμβηση
  2. (πτηνό, λαϊκότροπο) δρυοκολάπτης
  3. (ιδιωματικό, λαϊκότροπο, επάγγελμα) που δουλεύει το ξύλο αλλά κυρίως την πέτρα, μέλος μπουλουκιού ( μαστόρικου συνεργείου) ή ανεξάρτητος
     συνώνυμα: ξυλουργός, λιθοξόος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία