πελεκάνε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.leˈka.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐κά‐νe
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
πελεκάνε αρσενικό
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
πελεκάνε
Δείτε επίσης : πελεκᾶνε |
πελεκάνε αρσενικό
πελεκάνε