Δείτε επίσης: πελεκῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελεκώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πελεκῶ, συνηρημένος τύπος του πελεκάω). Δείτε και πελεκάω.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.leˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λε‐κώ

  Ρήμα επεξεργασία

πελεκώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πελεκώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).