πελεκάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελεκάω < πελεκ(ώ) (< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πελεκῶ, συνηρημένος τύπος του πελεκάω) + σύγχρονη κατάληξη -άω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.leˈka.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐κά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαπελεκάω/πελεκώ, πρτ.: πελεκούσα/πελέκαγα, αόρ.: πελέκησα, παθ.φωνή: πελεκιέμαι, π.αόρ.: πελεκήθηκα, μτχ.π.π.: πελεκημένος
- αποκόπτω κομμάτια από υλικό (συνήθως ξύλο, ή λίθο) αλλάζοντας το σχήμα του
- με πελέκι
- (μεταφορικά) με οποιοδήποτε κοφτερό εργαλείο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πέλεκυς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πελεκάω - πελεκώ | πελεκούσα - πελέκαγα | θα πελεκάω - πελεκώ | να πελεκάω - πελεκώ | πελεκώντας | |
β' ενικ. | πελεκάς | πελεκούσες - πελέκαγες | θα πελεκάς | να πελεκάς | πελέκα - πελέκαγε | |
γ' ενικ. | πελεκάει - πελεκά | πελεκούσε - πελέκαγε | θα πελεκάει - πελεκά | να πελεκάει - πελεκά | ||
α' πληθ. | πελεκάμε - πελεκούμε | πελεκούσαμε - πελεκάγαμε | θα πελεκάμε - πελεκούμε | να πελεκάμε - πελεκούμε | ||
β' πληθ. | πελεκάτε | πελεκούσατε - πελεκάγατε | θα πελεκάτε | να πελεκάτε | πελεκάτε | |
γ' πληθ. | πελεκάν(ε) - πελεκούν(ε) | πελεκούσαν(ε) - πελέκαγαν - πελεκάγανε | θα πελεκάν(ε) - πελεκούν(ε) | να πελεκάν(ε) - πελεκούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πελέκησα | θα πελεκήσω | να πελεκήσω | πελεκήσει | ||
β' ενικ. | πελέκησες | θα πελεκήσεις | να πελεκήσεις | πελέκα - πελέκησε | ||
γ' ενικ. | πελέκησε | θα πελεκήσει | να πελεκήσει | |||
α' πληθ. | πελεκήσαμε | θα πελεκήσουμε | να πελεκήσουμε | |||
β' πληθ. | πελεκήσατε | θα πελεκήσετε | να πελεκήσετε | πελεκήστε | ||
γ' πληθ. | πελέκησαν πελεκήσαν(ε) |
θα πελεκήσουν(ε) | να πελεκήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πελεκήσει | είχα πελεκήσει | θα έχω πελεκήσει | να έχω πελεκήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πελεκήσει | είχες πελεκήσει | θα έχεις πελεκήσει | να έχεις πελεκήσει | έχε πελεκημένο | |
γ' ενικ. | έχει πελεκήσει | είχε πελεκήσει | θα έχει πελεκήσει | να έχει πελεκήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πελεκήσει | είχαμε πελεκήσει | θα έχουμε πελεκήσει | να έχουμε πελεκήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πελεκήσει | είχατε πελεκήσει | θα έχετε πελεκήσει | να έχετε πελεκήσει | έχετε πελεκημένο | |
γ' πληθ. | έχουν πελεκήσει | είχαν πελεκήσει | θα έχουν πελεκήσει | να έχουν πελεκήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πελεκημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πελεκημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πελεκημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πελεκημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πελεκιέμαι | πελεκιόμουν(α) | θα πελεκιέμαι | να πελεκιέμαι | ||
β' ενικ. | πελεκιέσαι | πελεκιόσουν(α) | θα πελεκιέσαι | να πελεκιέσαι | ||
γ' ενικ. | πελεκιέται | πελεκιόταν(ε) | θα πελεκιέται | να πελεκιέται | ||
α' πληθ. | πελεκιόμαστε | πελεκιόμαστε πελεκιόμασταν |
θα πελεκιόμαστε | να πελεκιόμαστε | ||
β' πληθ. | πελεκιέστε | πελεκιόσαστε πελεκιόσασταν |
θα πελεκιέστε | να πελεκιέστε | πελεκιέστε | |
γ' πληθ. | πελεκιούνται | πελεκιόνταν(ε) πελεκιούνταν πελεκιόντουσαν |
θα πελεκιούνται | να πελεκιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πελεκήθηκα | θα πελεκηθώ | να πελεκηθώ | πελεκηθεί | ||
β' ενικ. | πελεκήθηκες | θα πελεκηθείς | να πελεκηθείς | πελεκήσου | ||
γ' ενικ. | πελεκήθηκε | θα πελεκηθεί | να πελεκηθεί | |||
α' πληθ. | πελεκηθήκαμε | θα πελεκηθούμε | να πελεκηθούμε | |||
β' πληθ. | πελεκηθήκατε | θα πελεκηθείτε | να πελεκηθείτε | πελεκηθείτε | ||
γ' πληθ. | πελεκήθηκαν πελεκηθήκαν(ε) |
θα πελεκηθούν(ε) | να πελεκηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πελεκηθεί | είχα πελεκηθεί | θα έχω πελεκηθεί | να έχω πελεκηθεί | πελεκημένος | |
β' ενικ. | έχεις πελεκηθεί | είχες πελεκηθεί | θα έχεις πελεκηθεί | να έχεις πελεκηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πελεκηθεί | είχε πελεκηθεί | θα έχει πελεκηθεί | να έχει πελεκηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πελεκηθεί | είχαμε πελεκηθεί | θα έχουμε πελεκηθεί | να έχουμε πελεκηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πελεκηθεί | είχατε πελεκηθεί | θα έχετε πελεκηθεί | να έχετε πελεκηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πελεκηθεί | είχαν πελεκηθεί | θα έχουν πελεκηθεί | να έχουν πελεκηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πελεκημένος - είμαστε, είστε, είναι πελεκημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πελεκημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πελεκημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πελεκημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πελεκημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πελεκημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πελεκημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πελεκάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπελεκάω/πελεκῶ
Σημειώσεις
επεξεργασία- πελέκκησεν (επικός τύπος αορίστου)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίασύνθετα
→ και δείτε τη λέξη πέλεκυς
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πελεκάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελεκάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.