Ετυμολογία

επεξεργασία
πελεκάω < πελεκ(ώ) (< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πελεκῶ, συνηρημένος τύπος του πελεκάω) + σύγχρονη κατάληξη -άω[1]

πελεκάω/πελεκώ, πρτ.: πελεκούσα/πελέκαγα, αόρ.: πελέκησα, παθ.φωνή: πελεκιέμαι, π.αόρ.: πελεκήθηκα, μτχ.π.π.: πελεκημένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

πελεκάω < πέλεκ(υς) + -άω