Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελεκίζω < αρχαία ελληνική πελεκίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.leˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐λε‐κί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

πελεκίζω, πρτ.: πελέκιζα, αόρ.: πελέκισα, παθ.φωνή: πελεκίζομαι, π.αόρ.: πελεκίστηκα, μτχ.π.π.: πελεκισμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πελεκίζω < πέλεκ(υς) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πελεκίζω (ελληνιστική κοινή)

  1. πελεκάω
  2. (μεταφορικά) καρατομώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία