πελεκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελεκίζω < αρχαία ελληνική πελεκίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.leˈci.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐κί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπελεκίζω, πρτ.: πελέκιζα, αόρ.: πελέκισα, παθ.φωνή: πελεκίζομαι, π.αόρ.: πελεκίστηκα, μτχ.π.π.: πελεκισμένος
- άλλη μορφή του πελεκάω
Κλίση
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη πελεκάω με αόριστο πελέκησα
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία πελεκίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπελεκίζω (ελληνιστική κοινή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πελεκίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελεκίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.