καρατομώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρατομώ ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ευριπίδη < αρχαία ελληνική καρατομέω - καρατομῶ < κάρα (κεφάλι) + τέμνω
Ρήμα
επεξεργασίακαρατομώ (παθητική φωνή: καρατομούμαι)
- αποκόπτω το κεφάλι, αποκεφαλίζω κάποιον
- (μεταφορικά) καθαιρώ την ηγεσία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακαρατόμητος
- καρατομημένος
- καρατόμηση
- → δείτε τις λέξεις κάρα και τέμνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρατομώ | καρατομούσα | θα καρατομώ | να καρατομώ | καρατομώντας | |
β' ενικ. | καρατομείς | καρατομούσες | θα καρατομείς | να καρατομείς | (καρατόμει) | |
γ' ενικ. | καρατομεί | καρατομούσε | θα καρατομεί | να καρατομεί | ||
α' πληθ. | καρατομούμε | καρατομούσαμε | θα καρατομούμε | να καρατομούμε | ||
β' πληθ. | καρατομείτε | καρατομούσατε | θα καρατομείτε | να καρατομείτε | καρατομείτε | |
γ' πληθ. | καρατομούν(ε) | καρατομούσαν(ε) | θα καρατομούν(ε) | να καρατομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρατόμησα | θα καρατομήσω | να καρατομήσω | καρατομήσει | ||
β' ενικ. | καρατόμησες | θα καρατομήσεις | να καρατομήσεις | καρατόμησε | ||
γ' ενικ. | καρατόμησε | θα καρατομήσει | να καρατομήσει | |||
α' πληθ. | καρατομήσαμε | θα καρατομήσουμε | να καρατομήσουμε | |||
β' πληθ. | καρατομήσατε | θα καρατομήσετε | να καρατομήσετε | καρατομήστε | ||
γ' πληθ. | καρατόμησαν καρατομήσαν(ε) |
θα καρατομήσουν(ε) | να καρατομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρατομήσει | είχα καρατομήσει | θα έχω καρατομήσει | να έχω καρατομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρατομήσει | είχες καρατομήσει | θα έχεις καρατομήσει | να έχεις καρατομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καρατομήσει | είχε καρατομήσει | θα έχει καρατομήσει | να έχει καρατομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρατομήσει | είχαμε καρατομήσει | θα έχουμε καρατομήσει | να έχουμε καρατομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρατομήσει | είχατε καρατομήσει | θα έχετε καρατομήσει | να έχετε καρατομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καρατομήσει | είχαν καρατομήσει | θα έχουν καρατομήσει | να έχουν καρατομήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρατομούμαι | καρατομούμουν | θα καρατομούμαι | να καρατομούμαι | ||
β' ενικ. | καρατομείσαι | καρατομούσουν | θα καρατομείσαι | να καρατομείσαι | ||
γ' ενικ. | καρατομείται | καρατομούνταν | θα καρατομείται | να καρατομείται | ||
α' πληθ. | καρατομούμαστε | καρατομούμασταν καρατομούμαστε |
θα καρατομούμαστε | να καρατομούμαστε | ||
β' πληθ. | καρατομείστε | καρατομούσασταν καρατομούσαστε |
θα καρατομείστε | να καρατομείστε | καρατομείστε | |
γ' πληθ. | καρατομούνται | καρατομούνταν | θα καρατομούνται | να καρατομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρατομήθηκα | θα καρατομηθώ | να καρατομηθώ | καρατομηθεί | ||
β' ενικ. | καρατομήθηκες | θα καρατομηθείς | να καρατομηθείς | καρατομήσου | ||
γ' ενικ. | καρατομήθηκε | θα καρατομηθεί | να καρατομηθεί | |||
α' πληθ. | καρατομηθήκαμε | θα καρατομηθούμε | να καρατομηθούμε | |||
β' πληθ. | καρατομηθήκατε | θα καρατομηθείτε | να καρατομηθείτε | καρατομηθείτε | ||
γ' πληθ. | καρατομήθηκαν καρατομηθήκαν(ε) |
θα καρατομηθούν(ε) | να καρατομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καρατομηθεί | είχα καρατομηθεί | θα έχω καρατομηθεί | να έχω καρατομηθεί | καρατομημένος | |
β' ενικ. | έχεις καρατομηθεί | είχες καρατομηθεί | θα έχεις καρατομηθεί | να έχεις καρατομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καρατομηθεί | είχε καρατομηθεί | θα έχει καρατομηθεί | να έχει καρατομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καρατομηθεί | είχαμε καρατομηθεί | θα έχουμε καρατομηθεί | να έχουμε καρατομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καρατομηθεί | είχατε καρατομηθεί | θα έχετε καρατομηθεί | να έχετε καρατομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καρατομηθεί | είχαν καρατομηθεί | θα έχουν καρατομηθεί | να έχουν καρατομηθεί |