Δείτε επίσης: καρατομέω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρατομώ ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ευριπίδη < αρχαία ελληνική καρατομέω - καρατομῶ < κάρα (κεφάλι) + τέμνω

καρατομώ (παθητική φωνή: καρατομούμαι)

  1. αποκόπτω το κεφάλι, αποκεφαλίζω κάποιον
  2. (μεταφορικά) καθαιρώ την ηγεσία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία