αποκεφαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκεφαλίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποκεφαλίζω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décapiter)
Ρήμα
επεξεργασίααποκεφαλίζω (παθητική φωνή: αποκεφαλίζομαι)
- (κυριολεκτικά) κόβω το λαιμό κάποιου, ώστε να αφαίρεσω το κεφάλι του
- (μεταφορικά) διώχνω την ηγεσία ή την ηγετική ομάδα κάποιου οργάνου ή συλλογικότητας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποκεφάλιση
- αποκεφαλισθείς
- αποκεφάλισμα
- αποκεφαλισμένος
- αποκεφαλισμός
- αποκεφαλιστής
- → δείτε τις λέξεις από και κεφάλι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκεφαλίζω | αποκεφάλιζα | θα αποκεφαλίζω | να αποκεφαλίζω | αποκεφαλίζοντας | |
β' ενικ. | αποκεφαλίζεις | αποκεφάλιζες | θα αποκεφαλίζεις | να αποκεφαλίζεις | αποκεφάλιζε | |
γ' ενικ. | αποκεφαλίζει | αποκεφάλιζε | θα αποκεφαλίζει | να αποκεφαλίζει | ||
α' πληθ. | αποκεφαλίζουμε | αποκεφαλίζαμε | θα αποκεφαλίζουμε | να αποκεφαλίζουμε | ||
β' πληθ. | αποκεφαλίζετε | αποκεφαλίζατε | θα αποκεφαλίζετε | να αποκεφαλίζετε | αποκεφαλίζετε | |
γ' πληθ. | αποκεφαλίζουν(ε) | αποκεφάλιζαν αποκεφαλίζαν(ε) |
θα αποκεφαλίζουν(ε) | να αποκεφαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκεφάλισα | θα αποκεφαλίσω | να αποκεφαλίσω | αποκεφαλίσει | ||
β' ενικ. | αποκεφάλισες | θα αποκεφαλίσεις | να αποκεφαλίσεις | αποκεφάλισε | ||
γ' ενικ. | αποκεφάλισε | θα αποκεφαλίσει | να αποκεφαλίσει | |||
α' πληθ. | αποκεφαλίσαμε | θα αποκεφαλίσουμε | να αποκεφαλίσουμε | |||
β' πληθ. | αποκεφαλίσατε | θα αποκεφαλίσετε | να αποκεφαλίσετε | αποκεφαλίστε | ||
γ' πληθ. | αποκεφάλισαν αποκεφαλίσαν(ε) |
θα αποκεφαλίσουν(ε) | να αποκεφαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκεφαλίσει | είχα αποκεφαλίσει | θα έχω αποκεφαλίσει | να έχω αποκεφαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκεφαλίσει | είχες αποκεφαλίσει | θα έχεις αποκεφαλίσει | να έχεις αποκεφαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκεφαλίσει | είχε αποκεφαλίσει | θα έχει αποκεφαλίσει | να έχει αποκεφαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκεφαλίσει | είχαμε αποκεφαλίσει | θα έχουμε αποκεφαλίσει | να έχουμε αποκεφαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκεφαλίσει | είχατε αποκεφαλίσει | θα έχετε αποκεφαλίσει | να έχετε αποκεφαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκεφαλίσει | είχαν αποκεφαλίσει | θα έχουν αποκεφαλίσει | να έχουν αποκεφαλίσει |
|