αποκεφάλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκεφάλισμα < (ελληνιστική κοινή) ἀποκεφάλισμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποκεφάλισμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκεφάλισμα
|
Δείτε επίσης : ἀποκεφάλισμα |
αποκεφάλισμα ουδέτερο
|